- αρόσιμος
- -η, -οπρόσφορος για καλλιέργεια, γόνιμος: Στη χώρα μας οι αρόσιμες εκτάσεις είναι σχετικά λίγες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρόσιμος — ἀρόσιμος, ον (Α) [άροσις] 1. ο κατάλληλος για καλλιέργεια 2. μτφ. (για γυναίκα) η κατάλληλη να συλλάβει και να γεννήσει 3. ο καρπερός … Dictionary of Greek
ἀρόσιμος — arable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρόσιμον — ἀρόσιμος arable masc/fem acc sg ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμοις — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμου — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμῳ — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρόσιμα — ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρόσιμοι — ἀρόσιμος arable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγηροσίη — ὀλιγηροσίη, ἡ (Α) καλλιεργήσιμη γη μικρής εκτάσεως, μικρός αρόσιμος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄροσις «όργωμα, καλιεργήσιμη γη». Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ՎԱՐՈՅ — ( ) NBH 2 0797 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ի սեռականէ բառիս Վար, որպէս Վարիլ, արօրադրելի. ἁρόσιμος arabilis. *Ոչ թզեան մի երկիր վարոյ՝ տեղի կայր. Ոսկ. հերոդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)